ΠΑΛΜΙΤΟΫΛΑΙΘΑΝΟΛΑΜΙΔΙΟ (PEA)
Πολλοί ασθενείς που πάσχουν από νευροπαθητικές καταστάσεις έχουν πόνο που είναι ανθεκτικός στις υπάρχουσες θεραπείες. Το παλμιτοϋλαιθανολαμίδιο (PEA), ένα ενδογενές αμίδιο λιπαρού οξέος, είναι ένας νέος παράγοντας στη θεραπεία του πόνου και της φλεγμονής.
Η χημική ένωση χρησιμοποιήθηκε πριν από πολλές δεκαετίες σε κάποιες χώρες. Από τη δεκαετία του 1990, το ενδιαφέρον αυξήθηκε ξανά εξαιτίας της ανακάλυψης των επιπτώσεών της σε πολλά διαφορετικά παραδείγματα ζώων, για τον πόνο και τη χρόνια φλεγμονή. Είναι ταξινομημένο ως τρόφιμο για ιατρικούς σκοπούς ή ως συμπλήρωμα διατροφής σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Το σημαντικότερο είναι ότι σε αρκετές κλινικές δοκιμές και σε διαφορετικές καταστάσεις πόνου είναι αποτελεσματικό στον άνθρωπο.
Οι αντιφλεγμονώδεις δράσεις του ΡΕΑ που επιτρέπουν τη μείωση της περιφερικής και κεντρικής ευαισθητοποίησης, επιτυγχάνονται μέσω των νευρωνικών και των μη νευρωνικών κυττάρων. Τα τελευταία περιλαμβάνουν γλοία (συγκεκριμένα μικρογλοία, τα οποία είναι τα μακροφάγα του εγκεφάλου), καθώς επίσης περιφερικά και κεντρικά μαστοκύτταρα. Αυτό το προφίλ του ΡΕΑ μπορεί να εξηγήσει την ευρεία δυνατότητα στην αντιμετώπιση πολλών διαφορετικών διαταραχών που σχετίζονται με τον πόνο και τη φλεγμονή. Το παλμιτοϋλαιθανολαμίδιο (PEA), έχει αποδειχθεί ότι συνδέεται με υποδοχείς στον πυρήνα των κυττάρων και παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία βιολογικών δράσεων που σχετίζονται με τον χρόνιο πόνο και την φλεγμονή. Η κύρια δράση είναι μέσω της peroxisome proliferator-activated receptor alpha (PPAR-α). Το παλμιτοϋλαιθανολαμίδιο (PEA) έχει επίσης συγγένεια με τους ομοιάζοντες υποδοχείς των κανναβινοειδών GPR55 και GPR119. Εντούτοις δε μπορεί να θεωρηθεί ένα κλασικό ενδοκανναβινοειδές, επειδή έχει χαμηλή συγγένεια με τους υποδοχείς CB1 and CB2. Ωστόσο, το PEA (και άλλες δομικά όμοιες ουσίες με τις N-acylethanolamines) υποστηρίζεται ότι ενισχύει τη δραστηριότητα της ανανταμίδης μέσω του μηχανισμού «entourage effect».
Το παλμιτοϋλαιθανολαμίδιο (PEA) φαίνεται να έχει αντιφλεγμονώδεις, αντιαλγοαισθητικές (αντινευροπαθητικές), νευροπροστατευτικές, και αντιεπιληπτικές ιδιότητες.